Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

Τριχούλες από το πινέλο του Βαν Γκογκ. Μια κριτική του Δημοσθένη Κούρτοβικ στα Νέα για τη Στενογραφία



Πριν από έξι χρόνια ο Κώστας Μαυρουδής μάς είχε εκπλήξει ευχάριστα με τις Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, έναν αστερισμό μικρών κειμένων που σημάδευε την ευτυχή συνάντηση της ποιητικής αίσθησης με τον δοκιμιακό στοχασμό, του προσωπικού βιώματος με την υπαρξιακή ενόραση. Είχα μιλήσει τότε για ευχάριστη έκπληξη επειδή στον ελληνικό λογοτεχνικό μικρόκοσμο πολύ σπάνια ένας συγγραφέας έχει τη διάθεση ή την αντοχή να παρατηρήσει τον εαυτό του και την τέχνη του από κάποια απόσταση, να τα ζυγίσει και τα δυο με ζύγια βαρύτερα από τα του σιναφιού, αποδεχόμενος με το θάρρος της αυτοειρωνείας τον κίνδυνο να του προκύψουν λιπόβαρα σε σχέση με την ιδέα που είχε γι' αυτά.
Με τη Στενογραφία, ο Μαυρουδής μπορεί να μη μας εκπλήσσει πια, αλλά μας χαρίζει μερικές από τις λίγες στιγμές αναγνωστικής ευφορίας που μας επιφύλαξε ώς τώρα η φετινή λογοτεχνική παραγωγή. Συνεχίζοντας στον δρόμο που χάραξε με εκείνο το βιβλίο, προσθέτει ψηφίδες σ' ένα μωσαϊκό με ανοιχτή μορφή, σε μια βιωματική χαρτογράφηση του κόσμου σύμφωνα με το μότο του «αυτοβιογραφούμαι με όσα έζησα ως άλλος» -- έκφραση που υπαινίσσεται αφ' ενός την πολλαπλότητα των τρόπων βίωσης του εαυτού, αφ' ετέρου την αποστασιοποιημένη ματιά που επιτρέπει η ωριμότητα, όταν αξιολογεί κανείς τις προσωπικές εμπειρίες του.
Η παραπάνω ρήση, που φαίνεται να απηχεί τον Ρεμπώ ("Je est un autre" = «Εγώ είναι ένας άλλος»), αλλά έχει διαφορετική δυναμική, εμφανιζόταν στις Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, σε μια ενότητα με αφορισμούς η οποία είχε τίτλο «Στενογραφία». Ο Μαυρουδής τη μεταφέρει μαζί με τους άλλους αφορισμούς αυτής της ενότητας, αυτούσιους, ελαφρά τροποποιημένους ή συμπληρωμένους, στο καινούργιο βιβλίο του και του δίνει τον ίδιο τίτλο, μολονότι υπάρχουν σ' αυτό κείμενα που η ανάπτυξή τους ταιριάζει περισσότερο σε κουρτίνες, γαριβαλδινές ή άλλες, παρά σε στενογραφημένες σημειώσεις. Ωστόσο, η επιλογή δεν είναι άστοχη. Η «στενογράφηση» εδώ δεν υπακούει στη σπουδή να καθηλωθεί μια φευγαλέα αίσθηση, αλλά στη σύνθετη μορφή της σκέψης. Λιγότερο αναλυτικοί απ' όσο την προηγούμενη φορά, περισσότερο πυκνοί και πολυδύναμοι, οι στοχασμοί του Μαυρουδή στη Στενογραφία σταματούν συνήθως πριν από οποιοδήποτε τελεσίδικο συμπέρασμα και υποβάλλουν ένα «μήπως», επίμονο όμως και συχνά βασανιστικό.


Ο Κώστας Μαυρουδής μας χαρίζει μερικές από τις λίγες στιγμές αναγνωστικής ευφορίας που μας επιφύλαξε ως τώρα η φετινή λογοτεχνική παραγωγή
Όπως και στις Κουρτίνες, η σκέψη του Μαυρουδή κινητοποιείται κυρίως από δύο μορφές εμπειρίας: τον χρόνο και το ταξίδι. Ουσιαστικά πρόκειται για ισομορφία, αφού το ταξίδι βιώνεται ως επιταχυμένος χρόνος, ο χρόνος ως ταξίδι, όταν αναστοχάζεται κανείς τα γεγονότα της ζωής του, και μάλιστα με τη σχολαστική ημερολογιακή ακρίβεια που αρέσει στον Μαυρουδή. Αλλά το άγχος του τέλους που πλησιάζει είναι εδώ περισσότερο αισθητό, το σχέδιο που πάει να ολοκληρωθεί ατενίζεται με περισσότερη αμφιθυμία: πότε με χιούμορ, έστω πικρό («Ξυπνάς και αμέσως διαλύεται ο εφιάλτης ότι έχεις απορριφθεί στην ΄Αλγεβρα, αλλά το πληρώνεις με το αντίτιμο να βαδίζεις πάλι προς τα εξήντα»), πότε με τον τρόμο ενός απολογισμού που, αλίμονο, μας φαίνεται συνήθως φτωχός («΄Ισως η τελευταία και συντομότερη φράση του ρόλου μου, που θα ψιθυρίσω δειλός και απαρηγόρητος: "Αυτό ήταν, λοιπόν;"»).
Από την άλλη, όσο εγγύτερο φαίνεται το τέλος, όσο μαζεύεται η μεζούρα του χρόνου, τόσο ο συνειρμός και η βιωματική σοφία γεφυρώνουν τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της εμπειρίας, μετατρέποντας τον χρόνο σε χώρο, χαρίζοντας στη ζωή την έκταση που της αρνείται η περιορισμένη διάρκειά της. Χάρη σ' αυτή τη διαστολή του ποιητικού βλέμματος ο Μαυρουδής μάς δίνει μερικά από τα ωραιότερα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων. Για παράδειγμα, το εγκώμιο των μεταχειρισμένων ρούχων, στα οποία ανακαλύπτει κανείς αναπάντεχα ενθύμια των παλιών χρηστών τους και τραύματα όπως «η τρύπα από το μικρό περίστροφο του σκόρου». ΄Η η μεταφορά την οποία υποβάλλει στον συγγραφέα το θέαμα ενός γέρου, ημιπληγικού αγωνιστή της Αριστεράς που τον στηρίζει μια Ρωσίδα οικιακή βοηθός, «μισθωμένος βραχίονας ενός εκπατρισμένου τέκνου» της χώρας που ήταν κάποτε το στήριγμα των ιδανικών του. ΄Η η έξοχη υπεράσπιση της θέσης ότι το μυθιστόρημα συνδέεται οργανικά με την ανάπτυξη του σιδηρόδρομου, ένα κείμενο που κλείνει με την παρατήρηση «Το σφύριγμα του τρένου, δίνοντας δαιμονιώδη ώθηση στα γεγονότα [...], ήταν για το μυθιστόρημα του περασμένου αιώνα ό, τι περίπου ο πυροβολισμός ή ο καλπασμός για το γουέστερν.» ΄Η, πάλι, εκείνο το παράδοξο, αλλά τόσο διεισδυτικό δοκίμιο που επιγράφεται «Ο κλήρος του Βεσπασιανού», μια περιήγηση σε αρχαία ερείπια και μεσαιωνικά μνημεία της Ευρώπης εστιασμένη στα δημόσια ουρητήριά τους και φορτισμένη συγκινησιακά από σκέψεις που πηγάζουν από μια παράφραση του καρτεσιανού "Cogito, ergo sum", εδώ που τα λέμε πιο πειστική από το ίδιο: «Αφοδεύω, άρα υπάρχω».


Ο Μαυρουδής ορθώνει την τέχνη ως ανάχωμα στη σαρωτική επέλαση του χρόνου. Ομολογεί ότι... έξυσε κρυφά την άκρη ενός πίνακα του Βαν Γκογκ για να αποσπάσει μια αδιόρατη τρίχα από το πινέλο του μεγάλου ζωγράφου
Όπως κάνουν ίσως οι περισσότεροι φιλότεχνοι, ο συγγραφέας της Στενογραφίας ορθώνει την τέχνη ως ανάχωμα στη σαρωτική επέλαση του χρόνου. Το ιπποκράτειο «Ο μεν βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά», παρά την αρχικά διαφορετική σημασία του, επιστρατεύεται και πάλι ως βάλσαμο για το οδυνηρό αίσθημα του εφήμερου της ανθρώπινης ζωής. Ο Μαυρουδής παραθέτει τον ανώνυμο ΄Αραβα που είπε «Μπορεί ο άνθρωπος να φοβάται τον χρόνο, αλλά ο χρόνος φοβάται τις πυραμίδες». Ομολογεί ότι έξυσε κρυφά την άκρη ενός πίνακα του Βαν Γκογκ για να αποσπάσει μια αδιόρατη τρίχα από το πινέλο του μεγάλου ζωγράφου. Φύσει σκεπτικιστής, αναγνωρίζει σ' αυτή την πράξη του κάτι το δεισιδαιμονικό, την αφύπνιση ενός αρχέγονου αισθήματος ιερότητας, που τον παρηγορεί για λίγο με την ιδέα μιας άχρονης, άφθαρτης ύπαρξης. Αποφεύγει όμως να χρησιμοποιήσει έναν χαρακτηρισμό που θα ήταν πιο εύλογος, αν και πιο πεζός: φετιχισμός. Γιατί η τέχνη, όπως την εννοεί ο Μαυρουδής, είναι μόνον η υψηλή τέχνη, τα μεγάλα (ή κοινώς αποδεκτά ως μεγάλα) έργα εκλεκτών πνευμάτων, όχι ας πούμε η λαϊκή τέχνη ούτε κάποιες έντεχνες δημιουργίες με ταπεινότερο ή λιγότερο αυστηρό ένδυμα, που όμως έχουν αποδείξει ότι αντέχουν και αυτές στον χρόνο, ότι μπορούν και αυτές να συγκινούν πολλές γενιές.
Εδώ βέβαια ελλοχεύει ο κίνδυνος του ελιτισμού και του εστετισμού. Ο Μαυρουδής φαίνεται να μην το αγνοεί. Μερικές από τις «Δεκατρείς θέσεις για τον εστέτ» στη Στενογραφία του αφήνουν, σε συνάρτηση με άλλα κομμάτια του βιβλίου, τη γεύση μιας αυτοαμφισβήτησης, μιας αυτοειρωνείας, που ναι μεν εξασφαλίζει την επιείκειά μας, αλλά δεν ακυρώνει την εντύπωση ενός κάποιου αριστοκρατικού αναχωρητισμού. Ο Μαυρουδής είναι ένας από τους πολλούς ΄Ελληνες διανοούμενους που απαξιώνουν εντελώς τον σύγχρονο κόσμο στο όνομα ενός ευγενέστερου παρελθόντος, αν και το κάνει με κομψότερο τρόπο από τους περισσότερους άλλους. «Αφού μπορούμε», λέει κάπου, «να φανταστούμε, ακόμη και σήμερα, ένα ποίημα (ή μια σονάτα) με τίτλο "Ωδή στον λυπημένο πρίγκιπα", ενώ είναι αδιανόητη η "Ωδή στον περίλυπο υπουργό", ας συμπεράνουμε πόσο άμουσο αποτέλεσμα είχε η διατρέξασα εξέλιξη». Εκτός του ότι είναι νόστιμο, φαίνεται και σωστό. Αλλά, με την ειλικρίνεια και την καλοπιστία που τον διακρίνουν, ο Μαυρουδής θα παραδεχτεί, νομίζω, ότι οι υπουργοί δεν έχουν στην υπηρεσία τους, όπως οι πρίγκιπες του παλιού καιρού, ποιητές που ραψωδούν τα κατορθώματα ή τα δράματά τους, και αν μπορούσαν να βρουν, δηλαδή να μισθώσουν, τέτοιους, θα σκάγαμε όλοι στα γέλια με τις ωδές τους, γιατί ξέρουμε τους υπουργούς μας πολύ καλύτερα απ' ό, τι οι άνθρωποι άλλων εποχών τους πρίγκιπές τους.
Ο Μαυρουδής είναι ένας ρομαντικός που ξεχνάει πότε πότε ότι έχει βαπτιστεί στη μεγάλη παράδοση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Όταν το θυμάται, δηλαδή τις περισσότερες φορές, η ορθολογική παιδεία του δίνει στον ρομαντισμό του μια στοχαστική, κριτική εμβέλεια που - ας μη φανεί παράξενο - μεταρσιώνει τις ποιητικές παρορμήσεις του σε συγκινητικά αποκαλυπτική ποίηση.

Δημοσθένης Κούρτοβικ
ΤΑ ΝΕΑ , 02/09/2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: