Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

Η Κωνσταντινούπολη σε ασπρόμαυρο χρώμα


Ο Σίγκμουντ Γκίνσμπεργκ είναι συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ζει στην Ιταλία και εργάζεται στην εφημερίδα L’ Unitα. Το κείμενο που αναρτάται εδώ δημοσιεύεται στο τελευταίο (163-164) τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού «Το Δέντρο» που κυκλοφορεί.



Όπως του Άρα Γκιλέρ και του Ορχάν Παμούκ, όπως η Κωνσταντινούπολη της ταινίας «Αμέρικα! Αμέρικα!» του Ηλία Καζάν, έτσι και η δική μου Κωνσταντινούπολη είναι ασπρόμαυρη. Είναι ασπρόμαυρες και τυλιγμένες στην ομίχλη οι παιδικές μου αναμνήσεις. Είναι ασπρόμαυρες οι οικογενειακές φωτογραφίες. Τις φυλάω σε ένα γερό χαρτονένιο κουτί, το οποίο ποιος ξέρει τι περιείχε άλλοτε. Έχουν επιζήσει, παρ’ όλες τις μετακομίσεις αντικειμένων και μνήμης. Όμως κάποιες έχουν χαθεί και αυτό με στενοχωρεί ιδιαίτερα, διότι δίχως αυτές δυσκολεύομαι ακόμα περισσότερο να θυμηθώ.
Και η δική μου Κωνσταντινούπολη είναι γκρίζα, αχνά φωτισμένη, υγρή, βρεγμένη από τη βροχή, λασπωμένη, χιονισμένη. Δεν γνωρίζω εάν χιόνιζε περισσότερο από ό,τι στο Μιλάνο. Δεν πιστεύω καθόλου ότι είχε περισσότερη ομίχλη από ό,τι στην κοιλάδα του Πάδου. Πάντως οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι ένας χιονισμένος κήπος. Θα ήμουν τριών ετών. Υπήρχε ένα κοριτσάκι λίγο μεγαλύτερο, με ανοιχτόχρωμο παλτό. Ήθελα να τρέξω, να παίξω μαζί της, αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιθυμία μου, ίσως να ήταν και ο πρώτος μου έρωτας. Εκείνη όμως δεν ήθελε, ίσως με θεωρούσε πολύ μικρό. Ήταν η πρώτη μου εικόνα από αμέτρητες άλλες. Σε μια φωτογραφία είμαι λίγο μεγαλύτερος, με μια τεράστια χιονόμπαλα στο χέρι. Στο βάθος, μια μπρούντζινη μαύρη γαζέλα. Θυμάμαι πολύ καλά ότι υπήρχε και ένας ταύρος. Θυμάμαι τη σκηνή ασπρόμαυρη, αλλά πολύ καθαρή. Εγώ να λέω στα τουρκικά: «Μαμά, μαμά, κοίτα τι μαστοί!». Και ένας άνδρας να μου λέει γελώντας: «Όχι παιδί μου, δεν είναι στήθος, λέγονται όρχεις, κι αυτός είναι ταύρος!». Ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαιμό, ίσως διότι αισθανόμουν αντικείμενο κοροϊδίας, ή διότι δεν καταλάβαινα καλά για τι πράγμα μιλούσε, ή διότι η μητέρα μου είχε κοκκινίσει. Ήταν ο κήπος ανάμεσα στο Ταξίμ, την πλατεία όπου στο κέντρο της βρίσκεται το άγαλμα του Ατατούρκ και το Ντολμαμπαχτσέ, τελευταία κατοικία των σουλτάνων πάνω στο Βόσπορο.
Σε μια άλλη φωτογραφία φοράω κοντό παντελονάκι, είμαι χλομός και φαίνομαι αρρωστούλης. Ίσως να είναι από τότε που είχα πάθει κοκίτη και δεν μου περνούσε με τίποτα. Η μολυσμένη ατμόσφαιρα, το κρύο; Η Κωνσταντινούπολη είναι στον ίδιο παράλληλο με τη Νάπολη, αλλά είναι πιο εκτεθειμένη στους ανέμους που προέρχονται από τη ρωσική στέπα. Εκείνη την εποχή οι σόμπες έκαιγαν ξύλα ή κάρβουνο. Όμως, θυμάμαι επίσης ότι το κάρβουνο με έκανε καλά κι όχι τα ξόρκια της γιαγιάς μου με τα καυτά κάρβουνα, που τόσο εξόργιζαν τον πατέρα μου, αλλά το κάρβουνο κοκ του κέντρου παραγωγής του Δήμου. Είχαν πει στη μητέρα μου ότι ήταν το μοναδικό φάρμακο, εφόσον τα κοινά φάρμακα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Έτσι με είχε πάει στη μονάδα παραγωγής, είχε ζητήσει να της δώσουν ένα σακουλάκι με κοκ και μου είχε υποδείξει να εισπνεύσω τον καπνό του. Ο βήχας είχε περάσει.
Θυμάμαι εκείνην τη βαθυκύανη θάλασσα. Αλλά μόνον οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες μπορούν να δείξουν τη λάμψη των κυμάτων του Βοσπόρου, το πλήθος από βάρκες και καΐκια (δεν υπάρχουν πλέον βάρκες με κουπιά), την αντίθεση ανάμεσα στον μαύρο καπνό που έβγαινε από τα φουγάρα των πλοίων και το καθαρό του ουρανού, τη σύγκρουση ανάμεσα στη σκοτεινή θάλασσα και τον αφρό της. Η κούραση της Κωνσταντινούπολης είναι ασπρόμαυρη, όπως εκείνη των χαμάληδων με την κατάφορτη πλάτη. Στην ίδια απόχρωση απεικονίζονται όλες οι εργασίες του 20ού αιώνα ή και παλαιότερα: τα πρόσωπα των χωρικών της βόρειας Ιταλίας, των ανθρακωρύχων της Αγγλίας ή των εργατών του Σεμπαστιάο Σαλγάδο. Κατόρθωσα να δω πανάρχαιες εργασίες στην Κίνα της δεκαετίας του ’80, άλογα και ανθρώπους-άλογα, χωρίς δυνάμεις, να κουβαλάνε μαύρο κάρβουνο στους κίτρινους δρόμους της Σαανσί ή πήλινα δοχεία στην Σαντόγκ. Πώς μπορούσα να τους έχω απαθανατίσει σε ένα φιλμ ή στη μνήμη μου, αν όχι σε ασπρόμαυρο;
Το γκρι είναι το μοναδικό χρώμα που θυμάμαι κατεβαίνοντας από το Ταξίμ προς τις παράγκες του Τζιμπαλί, όταν ξεκινούσαμε από το σπίτι μας στην Κωνσταντινούπολη: από τα παράθυρά του βλέπαμε την αγορά στον απέναντι λόφο, τα κάρα που τραβούσαν άλογα, τα γαϊδούρια ξέχειλα από εμπορεύματα, τους τσιγγάνους. Υπήρχαν πεταλούδες στο πλάτωμα, ανάμεσα στην αγορά και το δρόμο μας. Θυμάμαι τον πατέρα μου να πιάνει με τα δάχτυλα μια πεταλούδα για να μου τη δείξει, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ κανένα χρώμα. Μου είχε κακοφανεί που δεν μπορούσε πια να πετάξει. Αυτό πάντως δεν με εμπόδιζε να βασανίζω απάνθρωπα, επί ολόκληρα απογεύματα, μύγες και μυρμήγκια, ξεριζώνοντάς τους ένα-ένα τα πόδια, τα φτερά, τα κεφάλια. Ασπρόμαυρα, φυσικά.
Είχα ανέβει σε αυτά τα τραμ που φαίνονται στις φωτογραφίες του Γκιλέρ. Δεν θυμάμαι αν το είχα κάνει και τις μέρες που έβρεχε ή χιόνιζε. Θυμάμαι όμως τον κόσμο να κρέμεται από την πόρτα. Τον ελεγκτή να ρωτάει την ηλικία του παιδιού για το εισιτήριο. Τη μαμά να λέει «πεντέμισι» και εγώ να τη διορθώνω: «Όχι μαμά, είμαι έξι!». Το γέλιο του εισπράκτορα. Ποιος ξέρει αν γι’ αυτόν το λόγο, όταν, ενήλικος πλέον, τηλεφωνούσα στη μητέρα μου για να της υπενθυμίσω την ημέρα των γενεθλίων μου, εκείνη μερικές φορές μου απαντούσε: «Χρόνια πολλά καρδιά μου, πόσων χρονών γίνεσαι;».
Οι γραμμές του τραμ περνούσαν από έναν λιθόστρωτο δρόμο. Δεν πιστεύω να υπάρχουν πια τέτοια λιθόστρωτα, έχουν όλα καλυφθεί από άσφαλτο. Δεν θυμάμαι πλέον εάν ο δρόμος όπου βρισκόταν το κατάστημα του πατέρα μου ήταν λιθόστρωτος ή ασφαλτοστρωμένος. Σίγουρα πάντως δεν ήταν ασπρόμαυρος, όπως τα στενά στις φωτογραφίες του Γκιλέρ. Ήταν μια μαύρη, πολύ μικρή τρύπα, με πολλά χρώματα. Την τελευταία φορά που το είδα ήταν κατεστραμμένο. Το είχαν κάψει τη νύχτα που αναστατώθηκε η Κωνσταντινούπολη. Υπάρχουν κάποιες φωτογραφίες του Γκιλέρ για το πώς ήταν η Μπέγιογλου και άλλοι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης την επόμενη μέρα, γεμάτοι συντρίμμια, σαν να είχε προηγηθεί πλημμύρα. Τα γεγονότα είχαν ξεκινήσει μετά την είδηση ότι είχε τοποθετηθεί βόμβα στο πατρικό σπίτι του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη (δεν το είχαν κάνει κύπριοι τρομοκράτες, αλλά τούρ¬κοι μυστικοί πράκτορες). Ο λαός ήταν εξαγριωμένος, ερεθισμένος από τους εθνικιστές, τις έκτακτες εκδόσεις, την κυβέρνηση, η οποία έτσι νόμιζε ότι θα ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της. Εκείνη τη φορά δεν έφταιγαν οι Εβραίοι –όπως κατηγορήθηκαν την επόμενη χρονιά, το 1956, σε όλες τις αραβικές πρωτεύουσες– αλλά οι Έλληνες. Για καλό και για κακό, η λεηλασία έγινε σε όλα τα καταστήματα που δεν είχαν τουρκικό όνομα και λιντσάρισαν όσους δεν είχαν τουρκική φίρμα. Πήραμε τα μέτρα μας. Ο πατέρας μου αγόρασε και ανάρτησε μια τουρκική σημαία.
Είχε όμως πάρει την απόφασή του. Με λίγες οικονομίες, πουλώντας όλα τα υπάρχοντά του, είχε αγοράσει τρία εισιτήρια με τρεις κουκέτες και έτσι επιβιβαστήκαμε σε ένα μαύρο πλοίο, μια σκοτεινή ημέρα με μεγάλη κακοκαρία, όπως εκείνες στις φωτογραφίες του Γκιλέρ. Δεν ήμουν ακόμα οκτώ χρονών, το πρώτο βράδυ κα¬τουρήθηκα στην κουκέτα –ακόμα ντρέπομαι– και στη συνέχεια έκανα εμετό επί τρεις ημέρες, υποφέροντας από ναυτία. Όταν φτάσαμε στη Νάπολη έπρεπε να συμπληρώσου¬με ένα έντυπο. Σκοπός του ταξιδιού; Ο πατέρας μου είχε γράψει: Τουρισμός. Υπήρχε μια ερώτηση για τις οικονομικές δυνατότητες. Ο πατέρας μου είχε γράψει: Ανθηρές. Μόλις αποβιβαστήκαμε άλλαξε όλα τα χρήματα που του είχαν απομείνει και πήρε ένα χαρτονόμισμα σεντόνι, των πέντε χιλιάδων λιρετών. Μας έφτασαν μόνο για λίγες μέρες. Δεν είχε δουλειά, δεν είχαμε σπίτι, δεν μπορούσαμε να αποδείξουμε ότι είχαμε μέσα διαβίωσης. Είχαμε τουρκικό διαβατήριο, όμως, καθότι Εβραίοι, δεν ήμασταν και τόσο Τούρκοι. Όπως δεν είναι τόσο Ρουμάνοι οι Ρομ στη Ρουμανία. Η πρώτη μας αγορά, όταν φτάσαμε στο Μιλάνο με το τρένο, ήταν μια μικρή ιταλική σημαία, για καλό και για κακό.
Αν το καλοσκεφτούμε, μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα ήταν ασπρόμαυρο. Εκείνα τα χρόνια ακόμα και το Μιλάνο ήταν ασπρόμαυρο, ίσως περισσότερο από την Κωνσταντινούπολη. Η ομίχλη, το γκρι, το καυσαέριο, οι επιγραφές στους τοίχους: «Πώς να ζήσει κανείς με έξι χιλιάδες λιρέτες τη βδομάδα;». Αλλά τουλάχιστον τότε δεν υπήρχε ο φόβος και το μίσος για τους ξένους.

Απόδοση για «Το Δέντρο»: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ


1. Ο Άρα Γκιλέρ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1928. Είναι Τούρκος αρμενικής καταγωγής. Κατέχει σημαίνουσα θέση στην ιστορία της παγκόσμιας φωτογραφίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της δημιουργικής φωτογραφίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: