Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

Χθεσινοί παραθεριστές



Το σχόλιο που ακολουθεί είναι κείμενο του σκηνοθέτη και συγγραφέα Τάκη Σπετσιώτη, τακτικού συνεργάτη του Δέντρου. Θα δημοσιευθεί στο προσεχές τεύχος, Νο 165-166, που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο.

Ανθρώπους της πόλης σαν κι εμάς τους βρίσκει απρόθυμους να μετακινηθούνε
το καλοκαίρι. Τα μακρινά ταξίδια τούς φέρνουν άγχος, η καθημερινή ρουτίνα
έντεκα-εντεκάμισυ μηνών (για την οποία κάποιες φορές τον χρόνο, κουρασμένοι,
γκρινιάζουν κιόλας), μοιάζει πολύτιμη ακόμη κι όταν ο υδράργυρος, η συνήθεια, ή οι προτροπές των γύρω τους τούς καλούν –εκεί, κοντά στα μέσα του δεκαπενταύγουστου–, χωρίς άλλη αναβολή, επιτέλους, για καμιά δεκαπενταριά είκοσι μέρες κι εκείνοι να ξεσηκωθούνε: «Καλά, μην μου πεις ότι θα κάτσεις να ψηθείς, μ’ αυτούς τους καύσωνες! Τι city boy και πρασινάλογα μου τσαμπουνάς, σαράντα υπό σκιάν θα φτάσει, και με την τρύπα του όζοντος ακόμη χειρότερα, τι θα μείνεις μόνος να κάνεις, μου λες, στο Θησείο;». Απρόθυμες ξεκλειδώνονται κάποιες διπλοαμπαρωμένες βαλίτσες, κουρασμένα τα βήματα, άκεφα μέχρι τα πρακτορεία ταξιδίων για ένα εισιτήριο για τα κοντινά νησιά. Ανθρώπους σαν κι εμάς τους αποθαρρύνουν τα μακρινότερα ταξίδια. Το όνειρο για κάποια απόμακρη΄Ιμβρο ή Λήμνο ή Τένεδο παραμένει όνειρο, αφήνοντας την πραγματικότητα να το εκλογικεύσει κατά τη δική της αντίληψη – η εκλογίκευση άλλωστε είναι μια τέχνη άνευ της οποίας παραθεριστές σαν και μας δεν θα ’χαν επιβιώσει: «Ωραίο και το Καστελόριζο και τα Κουφονήσια, κι οι Παξοί, δεν λέω, αλλά, βρε παιδί μου, μακριά... Δεν έχουμε κλείσει και δωμάτιο, πατείς με πατώ σε θα γίνεται μες στον Αύγουστο… Άσε, άλλη φορά… Καλύτερα εδώ κοντά... Ο Αργοσαρωνικός
ποτέ δεν πεθαίνει...».
Ανθρώπους σαν κι εμάς, με λίγα μπαγκάζια και λίγα βιβλία για την παραλία, τους βρίσκει επιφυλακτικούς η εγκατάλειψη της πόλης και οι συνήθειές της, σκυθρωπούς η ανάγκη της μετακίνησης που για τον μεγαλύτερο αριθμό κόσμου γίνεται –αυτούς τους δυο ελληνικούς θερινούς μήνες–, έως και μανιώδης. Το καραβάκι διασχίζει ήδη το πέλαγος, κι αυτοί χαμένοι στις δικές τους σκέψεις ονειρεύονται με τον Προυστ: «Ε! Λοιπόν, τι θα ’λεγε η εκκλησία του Μπαλμπέκ αν ήξερε πως ξεκινάνε μ’ αυτό το θλιμμένο ύφος για να την επισκεφτούν; Αυτός είναι ο καταγοητευμένος ταξιδιώτης για τον οποίο μιλά ο Ράσκιν; Άλλωστε εγώ θα ξέρω αν στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων, ακόμα κι από μακριά θα εξακολουθώ να βρίσκομαι κοντά στο λυκάκι μου. Αύριο κιόλας θα ’χεις γράμμα της μαμάς».
Θ’ αλλάξει η διάθεσή τους. Σιγά-σιγά. Μια-δυο νύχτες αφότου αφήσουνε το
σπίτι, οι φόβοι τους να εναρμονιστούν στην άγνωστη πόλη, να κοιμηθούν στο καινούργιο δωμάτιο, η διάθεση να αντιτάσσονται στα πράγματα που απειλούν το μεγαλύτερο, το πιο συνηθισμένο μέρος της ζωής τους, με μελλοντικές άγνωστες
ζωές, θα ανασχεθεί.
Έχουν βγάλει τα παπούτσια τους και τσαλαβουτάνε ήδη στην παραλία. Νιώθουν
τις θερμές ανάσες της αμμουδιάς, ένα αίσθημα υγείας τούς ενώνει με το ξύπνημα
της πλάσης. Παράδεισος λουσμένος στην πρωινή δροσιά, ολόκληρη η αλέα
μοιάζει μ’ αναμμένο πολυέλαιο, πουλιά τσιμπολογάνε λαίμαργα το φως απ’ τις
σπάταλες στιλβωμένες αχτίδες. Θα περάσουν απογεύματα και βράδια με βράχια,
πέτρινες κόγχες, φεγγάρι και σιωπή. Παρόλο που τα ψάρια σπανίζουν, έρχονται
κι αυτά εισαγόμενα πια ώς εκεί, ένας μπάρμπας για παραγάδι, παλιός καπετάνιος, απομένει εντούτοις αραχτός κάπου στ’ ακρογιάλι. Α, ναι! Και κανα-δυο νέοι, ψαροντουφεκάδες αυτοί, ερασιτέχνες του καλοκαιριού που το λέει η καρδιά τους, ξεχάστηκαν μέχρι αργά το βράδυ, μουλιάσαν στα νερά.

Δεν θα κυλήσουν οι μέρες τους όλες (φυσικά και όχι), με την γοητεία των αισθήσεων και μόνο. Παρότι έχουν κυριολεκτικά βγει απ’ την πρίζα –μην τους πεις για εφημερίδες, ειδήσεις στην τηλεόραση, παραστάσεις και λοιπές ...πολιτιστικές εκδηλώσεις!– όλο και κάπου θα δεχθούν κι εκείνοι, έστω και μόνο μες απ’ την ανάγνωση, την επίθεση ανεξιχνίαστων δυνάμεων, χωρίς βεβαίως τελικά να αφανιστούν, όπως φερειπείν ο Χωρομέτρης Κ., με του οποίου το δράμα θα βαλαντώσουν κάποια βράδια από νωρίς, απ’ το προχωρημένο απόγευμα, με τον Πύργο που πήραν μαζί τους και που, κατά τους δύο Γάλλους θεωρητικούς, «...η έκφραση πρέπει να σπάσει τις φόρμες, να σημειώσει ρήξεις και νέες προσδέσεις. Αν μια μορφή έχει διασπαστεί, πρέπει να ανασκευαστεί το περιεχόμενο που θα βρίσκεται αναγκαστικά σε ρήξη με την τάξη των πραγμάτων, σε μια ελάσσονα ή επαναστατική λογοτεχνία..».
Ένα απόγευμα τα σύννεφα θα τους προειδοποιήσουν ότι οι μέρες των διακοπών μαζεύτηκαν, κι ότι η ώρα της επιστροφής είναι κοντά. Απόψε βράδιασε πιο γρήγορα στην βεράντα, η ορχήστρα των δέντρων ακούγεται διαφορετική. Αυτά τα ευγενικά τέρατα στον κήπο στέκονται μπροστά τους σαν σκιές μεταμφιεσμένες και, με την ανατριχιαστική τους αύρα, πιστοποιούν ότι δεν υπάρχουνε φαντάσματα. Σε σωστή ώρα επιστρέφουμε, σκέφτονται οι χθεσινοί παραθεριστές, αμπαλάροντας. Πίσω ξανά στα ρείθρα των οδών, στα σκονισμένα τζάμια των παλιών κτιρίων, στα δύστυχα ρομαντικά δρομάκια του ιστορικού κέντρου, τις φτωχικές παρόδους της λαϊκής συνοικίας τους. Ελπίζοντας πως κι ο ήλιος δεν θα κάνει άλλες καλοκαιρινές ζαβολιές πια. Κι η αποπνικτική θερμοκρασία θα πέσει, κι η ατμόσφαιρα θα γίνει πιο ανακουφιστική. Πίσω, και καλό χειμώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: