Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Ο Τζον Απντάικ για τον Τέρνερ



Πριν από λίγα χρόνια, με την ευκαιρία της έκθεσης έργων του μεγάλου άγγλου ζωγράφου-τοπιογράφου Τζόζεφ Μάλορντ Γουίλιαμ Τέρνερ (1775-1851) στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον, ο σχετικά πρόσφατα εκλιπών αμερικανός πεζογράφος Τζον Απντάικ έγραψε ορισμένες σκέψεις για την τέχνη και την προσωπικότητά του «Ελάχιστοι βρετανοί καλλιτέχνες, πριν από αυτόν, προκάλεσαν τόσες διχογνωμίες για το έργο τους κατά τη διάρκεια της ζωής τους ή έδωσαν τόσες αφορμές για ατέλειωτες συζητήσεις. Οι σύγχρονοί του συμφωνούσαν ότι ως προσωπικότητα δεν έδινε την καλύτερη εντύπωση. Κάποιος είχε παρατηρήσει ότι ‘με την πρώτη ματιά ο Τέρνερ δημιουργούσε την εικόνα ενός δύστροπου κοντού άντρα’, ενώ κάποιος άλλος σημείωνε ότι ‘αυτός ο άνθρωπος πρέπει να αγαπιέται για τα έργα του, διότι το παρουσιαστικό του δεν εντυπωσιάζει’. Ο Τζον Κόνσταμπλ, ο οποίος ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός του αλλά πολύ πιο ικανός από εκείνον στην επιτυχία, είχε πει αφού τον συναναστράφηκε: ‘είναι αδέξιος αλλά διαθέτει τρομερό μυαλό’. Ο Τέρνερ δεν έδινε την εντύπωση μεγάλου ζωγράφου, αλλά κανένας, σίγουρα κανένας, άλλος βρετανός τοπιογράφος δεν είχε φιλοδοξίες μεγαλείου τόσο εμφανείς, και παραγωγή πυρετική όσο αυτός.


Ενάμισι αιώνα μετά το θάνατο του Τέρνερ, το 1851, οι αλλαγές του γούστου προκάλεσαν σκεπτικισμό απέναντι στην αξία του έργου του: οι τελευταίοι, σχεδόν αφηρημένοι πίνακές του κατακτούν την καρδιά μας, παρόλο που οι σύγχρονοι κριτικοί γελούν σαρδόνια επικρίνοντας. Τα πρώτα του έργα που τον έκαναν διάσημο και πλούσιο (τοπία με μυθολογικά θέματα, θαλασσογραφίες, πύργοι, Άλπεις, αγγλικά εξοχικά σπίτια) μας απωθούν με την καφετιά μεγαλοπρέπειά τους. Φαίνονται τόσο μελοδραματικά, ενώ ορισμένοι πίνακες όπου το πινέλο του αφιερώθηκε στην ανάδειξη κάποιων κρυφών χρυσαφένιων αποχρώσεων, εντυπωσιάζουν με τη δροσιά και τους απίστευτα χαμηλούς τόνους. Όταν αυτά τα αδιάθετα κομμάτια που κανένας δεν είχε δει από την τεράστια συλλογή Τέρνερ, κληροδοτημένα από τον ίδιο στην Τέιτ Γκάλερι, παρουσιάσθηκαν δημόσια για πρώτη φορά το 1906, ένας κριτικός είχε πει το εξής: «Πρώτη φορά βλέπουμε τον Τέρνερ!» Ένας άλλος έγραψε: «Ο Τέρνερ, στην τελευταία του περίοδο, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον προγενέστερό του καλλιτέχνη, ζωγράφιζε όχι τόσο τα αντικείμενα που έβλεπε όσο το φως που έπαιζε γύρω τους».


Ο Τέρνερ ήταν γιός ενός κουρέα του Κόβεντ Γκάρντεν και μιας μητέρας η οποία αφού δηλητηρίασε τη ζωή του άντρα της, κατέληξε στο τρελοκομείο, σε ηλικία μόνον 61 ετών, όταν ο μοναχογιός της ήταν στα 25. Σε ηλικία 12 ετών ο Τέρνερ έκανε αρχιτεκτονικά σχέδια και δούλευε σε ένα τυπογραφείο ανακατεύοντας χρώματα. Κάποια από τα πρώτα του έργα είχαν πουληθεί στο μαγαζί του πατέρα του για δυο-τρία σελίνια το καθένα. Σε ηλικία 14 ετών μπήκε στη Βασιλική Ακαδημία, που προσέφερε δωρεάν φοίτηση σε καλλιτέχνες και έζησε εκεί, σε απόσταση λίγων βημάτων από το σπίτι του. Ο Τζον Ράσκιν, ο σημαντικότερος μελετητής του Τέρνερ, υποστηρίζει ότι «Ο Τέρνερ, υπέφερε πολύ από τα μαθήματα της Βασιλικής Ακαδημίας και έκανε τριάντα χρόνια να αποβάλει την επιρροή τους». Πάντως η φοίτηση του αγοριού στη Βασιλική Ακαδημία το ωφέλησε, αφού το καθιέρωσε με τη βοήθεια των ετήσιων εκθέσεων των έργων του...

Απόδοση για το «Δ»: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: